Απορρίφθηκε έφεση πρώην αρχηγού αστυνομίας

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε έφεση του πρώην αρχηγού της Αστυνομίας Μιχάλη Παπαγεωργίου (εφεσείων) κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας (σε σχέση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη) εφεσίβλητης.
Στην ομόφωνη του απόφαση το Δικαστήριο αναφέρει ότι ο εφεσείων, διορίστηκε στις 30/6/2009 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 131(1) του Συντάγματος στη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας από 1/7/2009. Υπηρέτησε στην εν λόγω θέση μέχρι τις 27/3/2014, ημερομηνία κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τερμάτισε το διορισμό του.
Με επιστολή του, ίδιας ημερομηνίας προς τον εφεσείοντα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του κοινοποίησε την απόφαση του για άμεση παύση του από τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας.
“Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι μετά τα χθεσινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Λεμεσό, αλλά και σωρεία άλλων πράξεων και παραλείψεων που προηγήθηκαν της εκδηλωσης αυτής, με οδήγησαν στην απόφαση για άμεση παύση σας από τη θέση του Αρχηγού της Αστυνομίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος” ανέφερε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.
Στην απόφασή μου, πρόσθεσε, “έλαβα σοβαρά υπόψη την κατ’ επανάληψη από μέρους σας απουσία σεβασμού προς αποφάσεις θεσμικών οργάνων της Δημοκρατίας, όπως αποφάσεις των Δικαστηρίων και των υποδείξεων της Επιτρόπου Διοικήσεως. Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση μου διαδραμάτισε και η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων σας, που αφορούν την πάταξη του σοβαρού εγκλήματος και την προαγωγή της πραγματικής ασφάλειας του πολίτη.»
Ακολούθησε η εκ μέρους του εφεσείοντα καταχώρηση προσφυγής με την οποίαν αιτείτο ακύρωση της πράξης/απόφασης του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη ημερομηνίας 27/3/2014 όπως είναι διατυπωμένη ως παύσης του αιτητή από τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας για αποδιδόμενες σε αυτόν ανύπαρκτες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις σε σχετική επιστολή του Προέδρου ίδιας ημερομηνίας απευθυνόμενης προς τον αιτητή, ως παράνομης, αυθαίρετης και ασυμβίβαστης με τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτητή.
Οι εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά κυβερνητική – πολιτική πράξη και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί δικαστικά με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το Διοικητικό Δικαστήριο (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) κρίνοντας ότι η προδικαστική ένσταση άπτετο του ζητήματος της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου την εξέτασε πρώτη, αφού η εξέταση της προηγείτο οποιουδήποτε λόγου ακυρώσεως.
Αποφάσισε, αφού παρέθεσε τα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων μερών και επικαλέστηκε νομολογία, μεταξύ άλλων την Ν. Σερδάρης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 369, ότι η συγκεκριμένη πράξη ήταν πράξη κυβερνήσεως και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη και επομένως δεν ενέπιπτε στον αναθεωρητικό έλεγχο της νομιμότητας της από το Διοικητικό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια απέρριψε την προσφυγή.
Η ασκηθείσα έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, με τρεις λόγους, προσβάλλει την ορθότητα της κρίσης της, προβάλλοντας ότι «λανθασμένα έκρινε, παρά το περιεχόμενο της απόφασης του Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Νίκου Αναστασιάδη, το οποίο αποδίδει υπαίτια ευθύνη στον Εφεσείοντα και τον δυσφημεί, την πράξη απρόσβλητη και/ή μη δεκτική ελέγχου της νομιμότητας της από το Διοικητικό Δικαστήριο.»
Διατείνεται επίσης πως κατ’ εσφαλμένο τρόπο και κατά παράβαση των Άρθρων 30 και 35 του Συντάγματος αποφάσισε ότι η δικαιοδοσία του περιορίζεται στο πλαίσιο των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος και δεν καλύπτει τέτοιου είδους τιμωρητική και δυσφημιστική απόφαση. Αναφέρει ακόμη πως η κυβερνητική πράξη, κρίνεται από το περιεχόμενο και τα όρια της, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση έχουν ξεπεραστεί, αφού ο Πρόεδρος ενήργησε ως πειθαρχικό όργανο αποδίδοντας αβάσιμα δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς στον εφεσείοντα χωρίς να τον ακούσει.